Του Βασιλείου Πορπόρη
Για την 21η Απριλίου 1967, γράφτηκαν πολλά. Ειπώθηκαν δε ακόμη περισσότερα. Το μεταπολιτευτικό κατεστημένο κατάφερε να παρουσιάσει (κυρίως σε εμάς τους νεότερους) την εποχή εκείνη όπως ακριβώς το βόλευε, χωρίς ουδέποτε να δώσει στους πρωταγωνιστές της την ευκαιρία να δώσουν μία πραγματική και ουσιαστική εξήγηση για την ζωή και τη δράση τους. Το θέμα και οι συζητήσεις γύρω απ’ την 21η Απριλίου έκλεισαν με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1974 και για πολλά χρόνια αποτελούσαν θέμα – ταμπού για την ελληνική κοινωνία και τον λαό μας.
Σήμερα συμπληρώνονται 52 χρόνια από την ημέρα εκείνη. Από την στιγμή δηλαδή που μια ομάδα αξιωματικών του ελληνικού στρατού υπό την ηγεσία του συνταγματάρχου Γεωργίου Παπαδοπούλου κατέλαβε την εξουσία και κυβέρνησε την Ελλάδα επί 6,5 περίπου χρόνια. Ως γράφων του παρόντος άρθρου, δεν θα ήθελα να γίνει εκτενής αναφορά στα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά επιτεύγματα του Γεωργίου Παπαδοπούλου και της εποχής του, διότι αυτά πλέον είναι γνωστά στο μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού λαού και αναφέρονται καθημερινά σε διάφορες συζητήσεις κατά τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης, των μνημονίων και του ΔΝΤ. Στο θέμα τουλάχιστον της οικονομίας και των διαφόρων έργων υποδομής, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος είναι πλήρη δικαιωμένος ακόμη και στην συνείδηση των πολιτικών και ιδεολογικών του αντιπάλων (όσων βέβαια μπορούν να κρίνουν την εκάστοτε κατάσταση και την εκάστοτε εποχή με ψυχραιμία, λογική και αντικειμενικότητα).
Σε αυτό που θα ήθελα να εστιάσουμε σήμερα το ενδιαφέρον μας ένεκα της επετείου, είναι τα ιδεολογικά επιτεύγματα του Γεωργίου Παπαδοπούλου και του έργου του, καθώς και της σημασίας που είχε και εξακολουθεί να έχει για τον Έλληνα/ίδα της κάθε χρονολογικής περιόδου το παράδειγμα αυτό και η θυσία του. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την ιδεολογική δικαίωση του καθεστώτος και συνεπώς την απαλλαγή του από κάθε είδους λασπολογία που μέχρι σήμερα το βαραίνει. Φυσικά αυτό είναι κάτι που φαντάζει πάρα πολύ δύσκολο, ιδιαίτερα στις μέρες μας, οι οποίες διέπονται από το πνεύμα μίας μαρξιστικής εισβολής και όπου κάθε αναφορά υπέρ των αξιωματικών εκείνων ή γενικότερα υπέρ του κάθε τι μπορεί να φαντάζει ελληνικό και πατριωτικό αποτελεί κόκκινο πανί στα μάτια των κυβερνόντων και των υποστηρικτών τους. Ωστόσο, όπως αναφέρει και ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο ποίημά του «Ιθάκη»: «Σημασία έχει το ταξίδι κι όχι να φτάσεις στην Ιθάκη…»(!) Έτσι κι εμείς, ως γνήσιοι εραστές της ελληνικής ιστορίας και της αλήθειας, οφείλουμε να κάνουμε την προσπάθειά μας για τον στόχο αυτόν, ακόμη κι αν δεν τα καταφέρουμε, ακόμη κι αν αποτύχουμε, ακόμη κι αν ο αγώνας μας αυτός λήξει άδοξα όπως ο αγώνας και η προσπάθεια του Παπαδόπουλου και των συνεργατών του.
Πριν όμως αναφέρουμε το οτιδήποτε, θα ήθελα να λύσω πρώτα μία απορία, η οποία εύλογα θα γεννηθεί σε πολλούς από εσάς την στιγμή που θα διαβάζετε το παρόν κείμενο. Δηλαδή, το πώς είναι δυνατόν ένας τόσο νέος άνθρωπος χωρίς καμία σχέση με το καθεστώς αυτό να έχει ασχοληθεί με μία εποχή την οποία ούτε καν έζησε και να έχει αφιερώσει χρόνο και φαιά ουσία στην μελέτη του βίου και της πολιτείας ορισμένων ανθρώπων, οι οποίοι δεν βρίσκονται πια στην ζωή. Στο ερώτημα αυτό έχει απαντήσει πριν από 20 περίπου χρόνια, ο υπαρχηγός της 21ηςΑπριλίου Στυλιανός Παττακός, ο οποίος στον επικήδειο λόγο του προς τον Γεώργιο Παπαδόπουλο τον Ιούνιο του 1999, είπε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Σήμερον αποτελεί δικαίωσιν της Επαναστάσεώς μας το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας και μάλιστα των νέων μας, κινεί με απέχθεια την κεφαλίν όταν ακούει τους δημαγωγούς να μας κατηγορούν και με έμφασιν νοσταλγικώς αναφωνούν: “Που ’σαι Παπαδόπουλε…”».
Πράγματι, η άσχημη κατάσταση την οποία έχουν επιβάλει κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι μεταπολιτευτικοί κυβερνόντες, έχει στρέψει ένα μεγάλο τμήμα του λαού και ιδιαίτερα της νεολαίας στην αναζήτηση της αλήθειας της “άλλη εποχής”. Και αυτό φυσικά δεν συμβαίνει για τα έργα, τους δρόμους και το νερό που έφερε στα χωριά μας ο Παπαδόπουλος. Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο, μιας και ο ίδιος δεν βρίσκεται πια στην ζωή για να έρθει και να σώσει την Ελλάδα ξανά, να δημιουργήσει τα αντίστοιχα έργα, να δώσει δουλειά και ελπίδα στον λαό. Η οικονομία ούτως ή άλλως είναι μία παράμετρος η οποία έρχεται και παρέρχεται και ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να ανθίσει, αλλά και να γκρεμιστεί και ξαναχτιστεί από την αρχή. Σε ιδεολογικό όμως επίπεδο, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος αναζητείται πλέον επί καθημερινής βάσεως, μιας και σήμερα λείπουν οι άνθρωποι με καθαρή και αγνή ιδεολογία, οι οποίοι πάνω από όλους και από όλα να βάζουν την πατρίδα μας.
Θα ήθελα εδώ να δώσουμε ένα παράδειγμα και να κάνουμε έναν παραλληλισμό της τότε εποχής με το σήμερα: μετά την κρίση που ξέσπασε στην Ελλάδα κατά τα Ιουλιανά του 1965[1] και της απεριόριστης αγανάκτησης που κυρίευε κατά την εποχή εκείνη (δηλαδή την δεκαετία του 1960) τον λαό και τον στρατό, είχε κυριαρχήσει το εξής σύνθημα στην κοινωνία, στις καθημερινές συζητήσεις και στον δημοσιογραφικό τύπο: «Μα δεν θα βρεθεί ένας λοχίας να μας σώσει;». Σήμερα, 52 χρόνια μετά από την ανεύρεση αυτού του «λοχία», το σύνθημα που επικρατεί και πάλι στην κοινωνία επί καθημερινής βάσεως είναι το ακόλουθο: «Που ‘σαι ρε Παπαδόπουλε…» Σαφώς και ο λαός σήμερα δεν ζητά την ανάσταση του Γεωργίου Παπαδοπούλου, αλλά κάποιον παρόμοιο στον οποίο θα μπορέσει να ακουμπήσει και να αντλήσει από αυτόν θάρρος και ελπίδα για το μέλλον. Δηλαδή, αντί για το απρόσωπο σύνθημα που κυριάρχησε κατά την δεκαετία του 1960 και έκανε αναφορά στον «λοχία», σήμερα έχει αντικατασταθεί από το προσωποκεντρικό σύνθημα «Που ‘σαι ρε Παπαδόπουλε…».
Η αλησμόνητος λοιπόν αυτή φράση και η αναφορά στο πρόσωπο του Γεωργίου Παπαδοπούλου, έχει καταστεί το σλόγκαν της μεταπολιτευτικής Ελλάδος. Σαφώς μία τέτοια αντίστοιχη Επανάσταση δεν είναι απαραίτητο να ξαναγίνει από τον στρατό, αλλά από τον καθένα μας ξεχωριστά, αρκεί να σκεφθούμε, να μελετήσουμε, να αναγνωρίσουμε πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις και να αφήσουμε στην άκρη τον οποιοδήποτε τυχόν εγωισμό μας. Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφέρω ότι πλέον ο Γεώργιος Παπαδόπουλος έχει καταστεί Ιδέα στις συνειδήσεις πολλών από εμάς. Και όπως άλλωστε έλεγε και ο ίδιος:
«Η Ιδέα εγκαταλείπει την θέσιν μόνον όταν αποθάνει. Και αι ιδέαι δεν αποθνήσκουν…»
[1] Για αναλυτικές πληροφορίες και λεπτομέρειες σχετικά με το παρόν θέμα μπορείτε να ανατρέξετε στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη «Γιατί & πώς έγινε η Επανάστασις του 1967».
Πηγή eoniaellhnikhpisti.blogspot.com