Το Σάββατο 13 Απριλίου 2019 στην αίθουσα του Πολιτιστικού Κέντρου Νέας Ιωνίας Βόλου έγινε η τελετή βράβευσης των διηγημάτων που δημιούργησαν ατομικά ή συλλογικά τα μέλη των ραδιοφωνικών ομάδων. Ειδικότερα:
1ο Βραβείο: “Η λάθος συχνότητα” από το 1ο ΓΕΛ Κιλκίς
(Καλεμκερίδου Μαρία, Καλπουρτζή Ευαγγελία, Καραφουλίδου Ελένη, Καρέλης Γεώργιος, Κατίδου Αικατερίνη)
Βραβείο 1ο: Η ΛΑΘΟΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ
Μια πρωτότυπη σύλληψη θέματος όπου μια μη ανιχνεύσιμη ραδιοφωνική συχνότητα καταφέρνει να ρίξει φως σε μια δολοφονία. Πρόκειται για ένα καλογραμμένο αστυνομικό αφήγημα με ενδιαφέρουσα πλοκή που κρατάει τον αναγνώστη «όμηρο» μέχρι το τέλος της ανάγνωσης. Εύστοχος και ουσιαστικός λόγος με σαφήνεια και καθαρότητα. Παραστατική γλώσσα με λεπτομέρειες που συμβάλλουν στη δημιουργία εικόνων. Ο παντογνώστης αφηγητής κεντά ευθύβολα το αφήγημά του.
http://europeanschoolradio.eu/6fest/st_award/
http://europeanschoolradio.eu/6fest/wr_freq/
Καλεμκερίδου Μαρία
Καλπουρτζή Ευαγγελία
Καραφουλίδου Ελένη
Καρέλης Γεώργιος
Κατίδου Αικατερίνη
Όταν το ραδιόφωνό του έπιασε λάθος συχνότητα, ο Σεμπάστιαν Ντάνβερς δεν ήξερε ότι μόλις είχε μπλεχτεί σε μία περιπέτεια. Οι αλλοιωμένες φωνές που ξεπήδησαν σχεδίαζαν τον φόνο του ζάπλουτου επιχειρηματία Έντουαρντ Ντέιβις την ώρα της δεξίωσης που θα έκανε για την αγορά του καινούργιου του σπιτιού.
Όταν ο Ντάνβερς έφτασε στην έπαυλη αποφασισμένος να αποτρέψει τον φόνο ήταν ήδη αργά. Ο επιχειρηματίας βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιό του δηλητηριασμένος από υδροκυάνιο που βρέθηκε στο ποτό του. Ο Ντάνβερς θύμωσε με την αργοπορία του όμως αποφάσισε να μιλήσει στον επιθεωρητή που ανέλαβε την υπόθεση και εκείνος δέχτηκε να τον βοηθήσει να βρει τους δολοφόνους.
Ο επιθεωρητής κάλεσε για ανάκριση τους πέντε ανθρώπους που βρίσκονταν μέσα στο σπίτι την ώρα του φόνου. Η σύζυγος του θύματος, Σελίν Ντέιβις, δήλωσε πως δοκίμαζε φορέματα στο βεστιάριό της. Δεύτερος ανακρίθηκε ο συνέταιρος του επιχειρηματία Γιόχαν Μίκαελσον. Ο Σεμπάστιαν θυμήθηκε πως τον είχε δει στην αυλή πολύ εκνευρισμένο επειδή ένας άντρας προσπαθώντας να αποφύγει τον καπνό από τις ψησταριές, που όπως ισχυρίστηκε θα κατέστρεφαν τα ήδη άρρωστα πνευμόνια του, έπεσε πάνω του χύνοντας όλο το κρασί που κρατούσε στο πουκάμισό του. Ο Μίκαελσον τους πληροφόρησε πως μετά το περιστατικό κλείστηκε στη βιβλιοθήκη για να διαβάσει βιβλία για τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής. Η καμαριέρα Λούση Λου κατέθεσε πως την ώρα του φόνου έστρωνε τα κρεβάτια, ενώ ο κηπουρός Μπομπ Τσάπμαν ισχυρίστηκε πως τακτοποιούσε τα εργαλεία του στην αποθήκη. Τέλος, ο Τζον Κλαρκ, αυτός που έκανε μούσκεμα τον Μίκαελσον με το κρασί, αφού υποστήριξε πως κάπνιζε το τσιγάρο του στο σαλόνι έφυγε από το δωμάτιο ανάκρισης αφήνοντας τον επιθεωρητή να αναρωτιέται γιατί το όνομα “Τζον Κλαρκ” του φάνηκε γνωστό.
Ο Σεμπάστιαν πρότεινε τότε να πάνε στην κουζίνα για να συλλέξουν πληροφορίες από το υπόλοιπο προσωπικό. Σύμφωνα με τις διηγήσεις των εργαζομένων, η Σελίν Ντέιβις είχε παντρευτεί χωρίς τη θέλησή της τον επιχειρηματία και γι΄ αυτό ξεσπούσε την απελπισία της στα χρήματά του αγοράζοντας ακριβά ρούχα και κοσμήματα. Σ’ έναν καβγά τους μάλιστα, τον είχε απειλήσει πως θα τον σκότωνε. Στο άκουσμα του ισχυρισμού πως ο Γιόχαν Μίκαελσον θα είχε σίγουρα συμφέρον να σκοτώσει τον Ντέιβις, γιατί ως ο μοναδικός συνέταιρός του θα είχε τον πλήρη έλεγχο των επιχειρήσεών τους όλοι συμφώνησαν. Για την Λούση Λου ο μάγειρας είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Η νεαρή είχε έναν μικρό αδερφό που ήταν πολύ άρρωστος.
Εκείνη ζήτησε χρήματα από τον εργοδότη της για να πληρώσει τη θεραπεία, όμως αυτός καθυστέρησε να τα δώσει για ασήμαντους λόγους. Έτσι το παιδί πέθανε αφήνοντας την αδερφή του να καταριέται τον επιχειρηματία. Οι ίδιες υποψίες βάραιναν και τον Μπομπ Τσάπμαν που όντας αρραβωνιασμένος με την κοπέλα, μόλις έμαθε για το περιστατικό, γύριζε όλη μέρα αναμασώντας την οργή του και ξεστομίζοντας απειλές. Όσο για τον Τζον Κλάρκ… κανένας δεν ήξερε τίποτα. Μόνο ο σοφέρ είπε ότι είχε έρθει κάποτε να ζητήσει δουλειά, αλλά έφυγε σχεδόν αμέσως με κατεβασμένο κεφάλι.
Ο επιθεωρητής απελπίστηκε. Είχαν μια υπόθεση χωρίς στοιχεία, χωρίς μάρτυρες και πέντε υπόπτους με τις ίδιες πιθανότητες να είναι ένοχοι. Κι έπειτα, αν οι δολοφόνοι ήταν απ’ το σπίτι δεν χρειάζονταν ραδιοφωνική συχνότητα για να επικοινωνούν και αν δεν ήταν θα χρησιμοποιούσαν απλούστατα το τηλέφωνο.
Ο Σεμπάστιαν Ντάνβερς αντίθετα δεν έμοιαζε καθόλου μπερδεμένος. Όταν μάλιστα του έφεραν μια στολή σερβιτόρου που βρήκαν καταχωνιασμένη σε μια γωνιά και έμαθε πως το σπίτι θα το έπαιρναν οι τράπεζες λόγω χρεών σιγουρεύτηκε.
Τους μάζεψε όλους και τους αποκάλυψε πως οι δυο δολοφόνοι δεν ήταν άλλοι από τους Γιόχαν Μίκαελσον και Τζον Κλαρκ. Ο πρώτος είχε μάθει για τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της περιοχής και ήθελε να αγοράσει ένα κτήμα που ήξερε ότι σκάβοντας θα έβρισκε πολλά αρχαία αντικείμενα για να πουλήσει. Τον πρόλαβε όμως ο συνέταιρός του που το αγόρασε για να χτίσει το σπίτι του. Ο Μίκαελσον προσέλαβε τότε τον Κλαρκ που είχε ανάγκη από δουλειά και διψούσε για εκδίκηση για να σχεδιάσουν τον φόνο. Ο Κλαρκ ήταν παλιά ντεντέκτιβ και έφτιαξε μια συχνότητα για τις ανάγκες της αστυνομίας, γι’ αυτό το όνομά του φάνηκε γνωστό στον επιθεωρητή. Για να επικοινωνούν με τον Μίκαελσον με άκρα μυστικότητα, ο Κλαρκ έφτιαξε μια παρόμοια συχνότητα, μη ανιχνεύσιμη από τα κοινά ραδιόφωνα που όμως εντοπίστηκε από το ραδιόφωνο του Ντάνβερς. Αρχικά προκάλεσαν το περιστατικό με το κρασί για να φανεί πως μισιούνται. Έπειτα ο Κλαρκ φόρεσε στολή σερβιτόρου και σίγουρος πως ο Ντέιβις δεν τον θυμόταν του σέρβιρε το δηλητηριασμένο ποτό. Ο Κλαρκ είπε ψέματα. Ήταν αδύνατο να κάπνιζε στο σαλόνι την ώρα του φόνου αφού, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος, τα πνευμόνια του ήταν πολύ άρρωστα για να το κάνει. Μετά τον θάνατο του Ντέιβις, το σπίτι, στην κατοχή της τράπεζας πια, θα έβγαινε σε δημοπρασία και θα το αγόραζε ο Μίκαελσον που θα μπορούσε να βγάλει το πάτωμα και να σκάψει για τα αρχαία του απερίσπαστος.
Ο επιθεωρητής συνέλαβε τους δολοφόνους και ο Ντάνβερς ανέπνευσε. Έλυσε το μυστήριο της λανθασμένης συχνότητας!